καταρρύτῳ

καταρρύτῳ
κατάρρυτος
irrigated
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεραμωτός — ή, ό (Α κεραμωτός, ή, όν) [κεραμώνω] 1. καλυμμένος με κεραμίδια («κεραμωτάς... στέγας», Στράβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κεραμωτό(ν) στέγη καλυμμένη με κεραμίδια («κεραμωτῷ καταρρύτῳ», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”